υπονοστώ

υπονοστώ
-έω, ΜΑ
πηγαίνω πίσω, επανέρχομαι, επιστρέφω («ἔδοξεν αὖθις ὑπονοστεῑν καὶ κατασκήπτειν εἰς τὰς τρίηρεις», Πλούτ.)
μσν.
εκκλ. (για την ανθρώπινη φύση μετά από τη λύτρωση) ανακτώ την αρχική μορφή μου
αρχ.
1. (για σωρό ξύλων) υποχωρώ προς τα κάτω («ὑπονοστέει γὰρ δὴ ἀεὶ ὑπὸ τῶν χειμώνων [ενν. τὰ φρύγανα]», Ηρόδ.)
2. (για τη γη σε περίπτωση σεισμού) υφίσταμαι καθίζηση
3. (για πρόσ.) επιστρέφω στην πατρίδα μου
4. (για νερό ή για αίμα) κατέρχομαι σε βάθος
5. (για ποτάμιο ρεύμα) αποσύρομαι, λιγοστεύω («ὑπονενοστηκότος ἀνδρὶ ὣς ἐς μέσον μηρόν», Ηρόδ.)
6. γίνομαι υγιής ξανά
7. μτφ. α) ξεπέφτω σε..., καταντώ («ὑπονοστεῑν ἐκ τοῡ φοβεροῡ πρὸς τὸ εὐκαταφρόνητον», Λογγίν.)
β) (για πρόσ.) υφίσταμαι ηθικό κατρακύλισμα
γ) (σχετικά με έντονο ψυχικό συναίσθημα) κατευνάζω
δ) γερνάω σιγά σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + νοστῶ (Ι) «επιστρέφω στην πατρίδα μου, επανέρχομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑπονοστῶ — ὑπονοστέω go down pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑπονοστέω go down pres ind act 1st sg (attic epic doric) ὑπονοστέω go down pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑπονοστέω go down pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπονόστησις — ήσεως, ἡ, Α [ὑπονοστῶ] 1. πτώση σε χαμηλότερα επίπεδα, σε χαμηλότερη στάθμη, καθίζηση 2. ιατρ. πτώση σε χαμηλότερο βαθμό («τὴν τοῡ θερμοῡ ὑπονόστησιν», Γαλ.) 3. φρ. «ὑπονόστησις ἀέρος εἰς γῆν» ο σεισμός (Αναξαγ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”